πολυκλήϊς

From LSJ
Revision as of 14:00, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκλήϊς Medium diacritics: πολυκλήϊς Low diacritics: πολυκλήϊς Capitals: ΠΟΛΥΚΛΗΪΣ
Transliteration A: polyklḗïs Transliteration B: polyklēis Transliteration C: polykliis Beta Code: poluklh/i+s

English (LSJ)

[ῑ], ῑδος, ἡ, (κλείς IV) with many benches of rowers, in Hom. always in dat., as epithet of ships, νηῒ πολυκλήϊδι Il.7.88, Od.20.382; νηυσὶ πολυκλήϊσι Il.2.74, cf. 175, al.; νῆα πολυκλήϊδα Hes.Op.817.

German (Pape)

[Seite 664] ϊδος, ἡ, mit vielen Ruderbänken, bei Hom. u. Hes. häufiges Beiwort der Schiffe.

French (Bailly abrégé)

ϊδος (ὁ, ἡ)
aux nombreux rangs de rameurs.
Étymologie: πολύς, κληΐς.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Α
(επικ. τ.)
1. (για πλοίο) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς («πολυκλήϊδι πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον», Ομ. Ιλ.)
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει πολλούς κωπηλάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κληΐς, επικ. τ. του κλείς «σύρτης, αμπάρα» (πρβλ. ευ-κλήις)].

Greek Monotonic

πολυκλήϊς: -ῖδος, ἡ (κλείς IV), αυτός που έχει πολλά καθίσματα κωπηλατών, σε δοτ.· νηὶ πολυκλήϊδι, νηυσὶ πολυκλήϊσι, σε Όμηρ.· αιτ. νῆα πολυκλήιδα, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

πολυκλήϊς: ϊδος или πολυκληΐς, ΐδος (ῑ) adj. со многими скамьями (для гребцов) (νηῦς Hom., Hes.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκλήϊς -ιδος, ἡ [πολύς, κληίς] met veel roeibanken:. νῆα... πολυκλήιδα het schip met de vele roeibanken Hes. Op. 817.