δημοτερπής
σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity
English (LSJ)
ές, popular, attractive, Pl. Min. 321a (Sup.), DH. Th. 1.8 (Comp.), Max.Tyr. 10.6.
Spanish (DGE)
-ές
que gusta al pueblo, popular ἔστιν δὲ τῆς ποιήσεως δημοτερπέστατον ... ἡ τραγῳδία Pl.Min.321a, ἐπιδεικτικώτερον δὲ τὸ προειρημένον καὶ δημοτερπέστερον D.H.Rh.1.8, τέχνη Max.Tyr.4.6
•subst. τὸ δ. halago, adulación al pueblo Thdt.M.83.433B.
German (Pape)
[Seite 565] ές, das Volk ergötzend, Plat. de leg. 521 a; Dion. Hal. rhet. 1, 8.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημοτερπής -ές [δῆμος, τέρπω] het volk vermakend.
Russian (Dvoretsky)
δημοτερπής: приятный для народа, увлекательный (τῆς ποιήσεως δημοτερπέστατον ἡ τραγῳδία Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
δημοτερπής: -ές, τέρπων τὸν λαόν, ἑλκυστικός, Πλάτ Μίν. 321Α.
Greek Monolingual
δημοτερπής, -ές (Α)
αυτός που τέρπει τον δήμο ή ελκύει τον λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -τερπής < τέρπος (το) —το μαρτυρούμενο τέρπεα (τα) είναι μεταγενέστερο— ή < τέρπω / τέρπομαι (πρβλ. και α-τερπής, ευ-τερπής].