ἀνθυπάγω

From LSJ
Revision as of 10:38, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

Πλακουντοποιικόν σύγγραμμα → A Treatise on the Art of Making Cheesecake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθυπάγω Medium diacritics: ἀνθυπάγω Low diacritics: ανθυπάγω Capitals: ΑΝΘΥΠΑΓΩ
Transliteration A: anthypágō Transliteration B: anthypagō Transliteration C: anthypago Beta Code: a)nqupa/gw

English (LSJ)

[ᾰγ], A bring to trial or indict in turn, Th.3.70. 2 rejoin, reply, A.D.Pron.53.21, al.:—Pass., τὸ-αγόμενον, -αχθησόμενον, Id.Synt.118.1, 121.22. b substitute, ib.12.9, etc. 3 lead under in turn, αἰχμαλώτους ὑπὸ τὸ ζυγόν D.C.Fr.36.22; but in Med., bring over, τινὰς ἐς εὔνοιαν ib.35.10. 4 withdraw in turn, ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος Aristid.1.146J.

Spanish (DGE)

I tr.
1 llevar a su vez ὑπάγουσιν αὐτὸν οὗτοι ... ἐς δίκην ... ὁ δὲ ἀποφυγὼν ἀνθυπάγει αὐτῶν τοὺς πλουσιωτάτους le llevan ésos ... a juicio ... pero él, una vez absuelto, lleva a su vez a los más ricos de ellos Th.3.70, τοὺς αἰχμαλώτους ὑπὸ τὸν ζυγὸν ἀνθυπήγαγον los romanos a los samnitas, D.C.36.22, en v. med. ἀνθυπαγόμενοι τοὺς Λατίνους ἐς εὔνοιαν D.C.35.10, en v. pas. οἱ δὲ φιλανθρώπως ἀνθυπάγονται τῇ αἰχμαλωσίᾳ pero estos a su vez son conducidos humanamente al cautiverio Basil.M.30.608B.
2 gram. responder, contestar ὅπου ... πρὸς τὰς ἐρωτήσεις ἀνθυπάγομεν τὸ ναί ἢ οὔ A.D.Synt.117.26, cf. 118.1, tb. en v. med. πρὸς τὰ πύσματα αἱ εὐθεῖαι ἀνθυπάγονται A.D.Pron.53.21, en v. pas. τὸ ἀνθυπαχθησόμενον πρόσωπον la persona que va a ser contrapuesta A.D.Synt.121.21
del pron. sustituir, introducir a cambio en v. pas. ὁπότε ... ἀνθυπάγεται ἀντωνυμία A.D.Synt.12.9.
II intr. retirarse a su vez ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος Aristid.1.146.

German (Pape)

[Seite 235] sc. ἐς δίκην, dagegen anklagen, Thuc. 3, 70. Bei Apoll. pron. 276 b = ein Wort dem andern entgegenstellen.

French (Bailly abrégé)

impf. ἠνθυπῆγον;
accuser à son tour.
Étymologie: ἀντί, ὑπάγω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθυπάγω: (sc. ἐς δίκην) предъявлять встречное обвинение, вызывать в свою очередь на суд (ὑπάγουσιν αὐτόν, ὁ δὲ ἀνθυπάγει τοὺς ἄνδρας Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυπάγω: [ᾰ], καταγγέλλω καὶ ἐγὼ τὸ δικαστήριον τὸν ὑπαγαγόντα με εἰς δίκην καὶ ἀποτυχόντα, Θουκ. 3. 70. 2) ἀναφέρω, ὑπάγω, τὰ ἄρθρα ἀνθυπάγεται ταῖς ἀντωνυμίαις Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 264C. - ἐπὶ στρατοῦ, ἀνθυποχωρῶ, αὖθις δὲ ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος τοὺς Λακεδαιμονίους ἀνθαιρούμενος Ἀριστείδ. τόμ. 1, σ. 237, ἔκδ. Γ. Δινδορφ. (1829).

Greek Monolingual

ἀνθυπάγω (Α)
1. καταγγέλλω στο δικαστήριο αυτόν που μου έκανε αγωγή και την έχασε
2. (για στρατεύματα) αποσύρω αμοιβαία
3. υποκαθιστώ, αντικαθιστώ.

Greek Monotonic

ἀνθυπάγω: [ᾰ], μέλ. -ξω, προσάγω σε δίκη με τη σειρά μου, σε Θουκ.

Middle Liddell

to bring to trial in turn, Thuc.