μεταλλακτός

From LSJ
Revision as of 11:30, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλλακτός Medium diacritics: μεταλλακτός Low diacritics: μεταλλακτός Capitals: ΜΕΤΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: metallaktós Transliteration B: metallaktos Transliteration C: metallaktos Beta Code: metallakto/s

English (LSJ)

όν, A changed, altered, δαίμων A.Th. 706 (lyr.). II to be changed or altered, Pi.Fr.220.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
changé.
Étymologie: adj. verb. de μεταλλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

μεταλλακτός:
1 изменившийся, переменившийся (δαίμων Aesch.);
2 подлежащий изменению Pind.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλακτός: -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεταβεβλημένος, ἠλλοιωμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 706. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ ἢ ἀλλοιώσῃ, Πινδ. Ἀποσπ. 241.

English (Slater)

μεταλλακτός to be changed οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν (sc. τῶν ἐπὶ ταῖς τραπέζαις: μετάλλαττον, -άττων codd.: corr. Amyot, Heyne) fr. 220. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεταλλακτός, -ή, -όν) μεταλλάσσω
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μεταλλακτό(ν)
η ικανότητα μεταλλαγής («το μεταλλακτόν της ύλης»)
αρχ.
1. μεταβεβλημένος
2. αυτός που μπορεί να μεταβληθεί ή να αλλοιωθεί από κάποιον.

Greek Monotonic

μεταλλακτός: -όν, ρημ. επίθ., αλλαγμένος, τροποποιημένος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μεταλλακτός, όν verb. adj.]
changed, altered, Aesch.

German (Pape)

Adj. verb. zu μεταλλάσσω, verändert, Aesch. Spt. 688, Pind. fr. 241.