μεταλλακτός
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
όν, A changed, altered, δαίμων A.Th. 706 (lyr.). II to be changed or altered, Pi.Fr.220.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
changé.
Étymologie: adj. verb. de μεταλλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
μεταλλακτός:
1 изменившийся, переменившийся (δαίμων Aesch.);
2 подлежащий изменению Pind.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλακτός: -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεταβεβλημένος, ἠλλοιωμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 706. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ ἢ ἀλλοιώσῃ, Πινδ. Ἀποσπ. 241.
English (Slater)
μεταλλακτός to be changed οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν (sc. τῶν ἐπὶ ταῖς τραπέζαις: μετάλλαττον, -άττων codd.: corr. Amyot, Heyne) fr. 220. 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μεταλλακτός, -ή, -όν) μεταλλάσσω
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μεταλλακτό(ν)
η ικανότητα μεταλλαγής («το μεταλλακτόν της ύλης»)
αρχ.
1. μεταβεβλημένος
2. αυτός που μπορεί να μεταβληθεί ή να αλλοιωθεί από κάποιον.
Greek Monotonic
μεταλλακτός: -όν, ρημ. επίθ., αλλαγμένος, τροποποιημένος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
μεταλλακτός, όν verb. adj.]
changed, altered, Aesch.
German (Pape)
Adj. verb. zu μεταλλάσσω, verändert, Aesch. Spt. 688, Pind. fr. 241.