δεδάασθαι
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
v. δάω.
Spanish (DGE)
v. δαῆναι.
French (Bailly abrégé)
v. *δάω.
German (Pape)
s. *δάω.
Russian (Dvoretsky)
δεδάασθαι: эп. inf. aor. или pf. med. к *δάω.
Greek (Liddell-Scott)
δεδάασθαι: δέδαε, δεδάηκα, δεδαημένος, ἴδε ἐν λ. *δάω.
Greek Monotonic
δεδάασθαι: Επικ. Μέσ. ενεστ. του *δάω· -δέδαα, παρακ.