λατύπος
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
English (LSJ)
(parox.), ὁ, stone-cutter, mason, Hp.Fract.31, S.Fr.530, Gal.Thras. 43, CIG(add.)3827v, al. (Cotiaeum); cf. λαοτύπος.
German (Pape)
[ᾱ], ὁ, der Steinhauer, Steinmetz; Soph. bei Poll. 7.118; Hippocr.; Philp. 78 (VII.554).
Russian (Dvoretsky)
λᾱτύπος: (ῠ) ὁ каменотес Soph., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱτύπος: [ῠ], ὁ, (λᾶς τύπτω) ὁ κόπτων λίθους, λιθοτόμος, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 773, Σοφ. Ἀποσπ. 477, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 3827 v, y, κ. ἀλλ., πρβλ. λαοτύπος· ― ἐντεῦθεν λᾱτῠπικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν πελέκησιν λίθων, σμίλη Ἡσύχ.· ἡ λ. τέχνη Πορφύρ. παρὰ Κυρίλλ.
Greek Monolingual
λατύπος, ὁ (Α)
αυτός που κόβει, που σπάζει λίθους, λιθοτόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας + -τύπος (< τύπτω «σπάζω, χτυπώ»), πρβλ. ορειτύπος, χαμαιτύπος.