τρισκοπάνιστος

From LSJ
Revision as of 12:40, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισκοπᾰ́νιστος Medium diacritics: τρισκοπάνιστος Low diacritics: τρισκοπάνιστος Capitals: ΤΡΙΣΚΟΠΑΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: triskopánistos Transliteration B: triskopanistos Transliteration C: triskopanistos Beta Code: triskopa/nistos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, thrice-struck or thrice-stamped, ἄρτος τρισκοπάνιστος = thrice-kneaded, i.e. fine, bread, Batr.35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait de farine moulue trois fois, càd de la plus fine farine.
Étymologie: τρίς, κοπανίζω.

German (Pape)

dreimal gestoßen, ἄρτος, sehr feines Brot, Batrach. 35.

Russian (Dvoretsky)

τρισκοπάνιστος: трижды молотый, т. е. из муки тончайшего помола Batr.

Greek (Liddell-Scott)

τρισκοπάνιστος: [ᾰ], -ον, ὁ τρὶς κοπανισθείς, ἄρτος τρισκοπάνιστος, τρὶς πλασθείς, ἢ ὁ ἐξ ἀλεύρου τρὶς φορὰς κοπανισθέντος, λεπτοῦ, οὐδέ με λήθει ἄρτος τρισκοπάνιστος ἀπ’ εὐκύκλου κανέοιο Βατραχομυμ. 35· ἄλλως τρισκοπάνητος.

Greek Monolingual

-ον, Α
φρ. «ἄρτος τρισκοπάνιστος» — ψωμί από πολύ λεπτό αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ-/τρι- + κοπανιστός (< κοπανίζω)].

Greek Monotonic

τρισκοπάνιστος: [ᾰ], -ον, κοπανημένος τρεις φορές, σε Βατραχομ.

Middle Liddell

τρισκοπᾰ́νιστος, ον,
thrice-kneaded, Batr.