φλαυρουργός

From LSJ
Revision as of 12:45, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλαυρουργός Medium diacritics: φλαυρουργός Low diacritics: φλαυρουργός Capitals: ΦΛΑΥΡΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: phlaurourgós Transliteration B: phlaurourgos Transliteration C: flavrourgos Beta Code: flaurourgo/s

English (LSJ)

όν, working badly, φλαυρουργοῦ τινος . . ἀνδρός of some sorry workman, S.Ph.35.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
mauvais artisan.
Étymologie: φλαῦρος, ἔργον.

German (Pape)

schlecht arbeitend, ἀνήρ, Soph. Phil. 35.

Russian (Dvoretsky)

φλαυρουργός: плохо работающий: φ. ἀνήρ Soph. неумелый работник.

Greek (Liddell-Scott)

φλαυρουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κακῶς ἐργαζόμενος, φλαυρουργοῦ τινος... ἀνδρός, ἀθλίου τινὸς ἐργάτου, Σοφ. Φιλ. 35.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που κατασκευάζει πράγματα ανάξια λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλαῦρος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μεγαλ-ουργός].

Greek Monotonic

φλαυρουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που δουλεύει άσχημα, ἀνὴρ φλαυρουργός, άθλιος εργάτης, σε Σοφ.

Middle Liddell

φλαυρ-ουργός, όν [*ἔργω
working badly, ἀνὴρ φλ. a sorry workman, Soph.