φλαυρουργός
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
όν, working badly, φλαυρουργοῦ τινος . . ἀνδρός of some sorry workman, S.Ph.35.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
mauvais artisan.
Étymologie: φλαῦρος, ἔργον.
German (Pape)
schlecht arbeitend, ἀνήρ, Soph. Phil. 35.
Russian (Dvoretsky)
φλαυρουργός: плохо работающий: φ. ἀνήρ Soph. неумелый работник.
Greek (Liddell-Scott)
φλαυρουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κακῶς ἐργαζόμενος, φλαυρουργοῦ τινος... ἀνδρός, ἀθλίου τινὸς ἐργάτου, Σοφ. Φιλ. 35.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που κατασκευάζει πράγματα ανάξια λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλαῦρος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μεγαλ-ουργός].
Greek Monotonic
φλαυρουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που δουλεύει άσχημα, ἀνὴρ φλαυρουργός, άθλιος εργάτης, σε Σοφ.
Middle Liddell
φλαυρ-ουργός, όν [*ἔργω
working badly, ἀνὴρ φλ. a sorry workman, Soph.