ὑποσείραιος

From LSJ
Revision as of 12:58, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσείραιος Medium diacritics: ὑποσείραιος Low diacritics: υποσείραιος Capitals: ΥΠΟΣΕΙΡΑΙΟΣ
Transliteration A: hyposeíraios Transliteration B: hyposeiraios Transliteration C: yposeiraios Beta Code: u(posei/raios

English (LSJ)

ον, dragged alongside, like a σειραῖος ἵππος, cj. Musgr. in E.HF445 (anap.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l'on conduit par la longe ; qui va à côté (de qqn).
Étymologie: ὑπό, σειρά.

German (Pape)

unter dem Seile, Eur. Herc.Fur. 446, zw. EM.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσείραιος: v.l. ὑποσειραῖος 2 досл. пристяжной, перен. идущий рядом: ὑποσειραίους ποσὶν ἕλκουσα τέκνα καὶ πατέρα Eur. идущая рядом и ведущая с собой детей и (старого) отца.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσείραιος: -ον, ὁ συρόμενος παραπλεύρως, ὡς τὸ σειραῖος ἵππος, ἀλλ’ ἐσορῶ... ἄλοχόν τε φίλην (Ἡρακλέους) ὑποσειραίους ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα καὶ γεραιὸν πατέρ’ Ἡρακλέους Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 445 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Musgr. ἀντί: ὑπὸ σειραίοις).

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που σείρεται παραπλεύρως δεμένος με σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σειραῖος «ο προσδεδεμένος στη σειρά» (< σειρά)].

Greek Monotonic

ὑποσείραιος: -ον, συρόμενος παραπλεύρως, δίπλα, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὑπο-σείραιος, ον,
dragged alongside, Eur.