ἀν-
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
negat. Prefix, of which ἀ- privativum (q.v.) is a shortened form.
Spanish (DGE)
prefijo negativo, cf. 1 ἀ-. • Diccionario Micénico: a-na-pu-ke ἀνάμπυξ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀν-: ἢ ἀνα-, τὸ ἀρνητικὸν προθεματικὸν μόριον, οὗ συντετμημένος τύπος εἶναι τὸ στερητικὸν α:- τὸ ἀν- τοῦτο κανονικῶς τηρεῖται πρὸ φωνήεντος ὡς ἐν τοῖς ἀναίτιος, ἄνατος, ἀνώδυνος (ἂν καὶ πολλάκις παραλείπεται τὸ ν, ὡς ἐν τοῖς ἀέκων, ἄελπτος, ἄεργος), ὁ δὲ πλήρης τύπος διέμεινεν ἐν τοῖς ἀνάεδνος, ἀνάελπτος. - Ἐκ τῆς √ΑΝ παράγονται τὰ ἄνευ, Δωρ. ἄνις· πρβλ. Σανσκρ. an-, a-· Ζενδ. ana-, an-, a-· Λατ. in-, Ὀσκ. καὶ Ὀμβρ. an-, a-)· Γοτθ. i n u h· Παλ. Ὑψ. Γερ. ânu, ane (Γερμαν. ohne): πρβλ. νη-.