ὑπολισθάνω

From LSJ
Revision as of 12:50, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολισθάνω Medium diacritics: ὑπολισθάνω Low diacritics: υπολισθάνω Capitals: ΥΠΟΛΙΣΘΑΝΩ
Transliteration A: hypolisthánō Transliteration B: hypolisthanō Transliteration C: ypolisthano Beta Code: u(polisqa/nw

English (LSJ)

and (later) ὑπ-ολισθαίνω, slip or slide slightly, Hp. Art.5, Poll.2.15: metaph., ὑ. εἰς ὕπνον Ael.VH2.35; εἰς τὰς τερψεις Luc.Dem.Enc.12.

French (Bailly abrégé)

glisser ou tomber insensiblement : εἰς τὰς θρύψεις LUC dans la mollesse.
Étymologie: ὑπό, ὀλισθάνω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολισθάνω: καὶ (μεταγεν.) ὑπολισθαίνω, μέλλ. -ολισθήσω, ὀλισθαίνω, γλιστρῶ ὀλίγον τι, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 782, Πολυδ. Β΄, 15· - μεταφ., ὑπ. εἰς ὕπνον Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 35· εἰς τὰς τέρψεις Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 12· ἐπὶ τὰ χείρω Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνσταντ. 3. 69· πρὸς ἀπάτην ὑπολισθαίνειν Φώτ. ἐν Wolf. Ἀνεκδ. τ. 1, σ. 107.

Greek Monolingual

ΜΑ, και ὑπολισθαίνω, Α
μτφ. περιπίπτω σε μια κατάσταση («ὑπολισθαίνειν εἰς ὕπνον», Αιλ.)
αρχ.
γλιστρώ, ολισθαίνω λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὀλισθάνω / ὀλισθαίνω «γλιστρώ»].

Greek Monotonic

ὑπολισθάνω: μέλ. -ολισθήσω, γλιστρώ ή ολισθαίνω σταδιακά, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. -ολισθήσω
to slip or slide gradually, Luc.

German (Pape)

sacht, allmälig, unvermerkt gleiten, hinabgleiten, fallen; Luc. Dem. enc. 12; εἰς τὸν θαλάττιον βίον Ael. H.A. 9.9.