μεταστύλιον
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
[ῡ], τό, intercolumniation, IG22.1668.63, Milet.7p.56: pl., IG11(2).199A73 (Delos, iii B. C.); spaces between pilasters, Rev. Phil.43.186,199; colonnade, D.C.68.25.
German (Pape)
[Seite 154] τό, der Raum zwischen den Säulen, Säulengang, D. Cass. 68, 25, v.l. μεταστήλιον.
Greek (Liddell-Scott)
μεταστύλιον: τό, διάδρομος μεταξὺ στύλων, Δίων Κ. 68. 25.
Greek Monolingual
μεταστύλιον, τὸ (Α)
1. το μεσόστυλο
2. το διάστημα μεταξύ τών κιόνων, το μετακιόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -στύλιον (< στύλος), πρβλ. επιστύλιον, περιστύλιον].