ἐκβλέπω
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
A look, ἁπαλά (prob.) Philostr.Jun.Im.I, cf. Aristid.Or. 48(24).32 (dub.). II getthe power of sight, Ael.NA3.25.
Spanish (DGE)
1 mirar ἐκβλέπει αὐτοῖσιν (sc. τοῖς ὀφθαλμοῖσι) ἀτενές mira fijamente con éstos Hp.Morb.3.10, βολαῖς τε ὀφθαλμῶν ἁπλᾶ ἐκβλεπούσαις mediante las ingenuas miradas de sus ojos Philostr.Iun.Im.1.3
•fijar la mirada en (τὸν θεόν) Aristid.Or.48.32.
2 abrir los ojos βραδέως δὲ ἐκβλέπει τὰ ταύτης βρέφη sus crías tardan en abrir los ojos Ael.NA 3.25.
German (Pape)
[Seite 754] 1) das Gesicht bekommen, anfangen zu sehen, Ael. H. A. 3, 25. – 2) aufblicken, Sp.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
observer.
Étymologie: ἐκ, βλέπω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβλέπω: βλέπω, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φιλοστράτου. ΙΙ. ἀρχίζω νὰ βλέπω, βραδέως δὲ ἐκβλέπει τὰ ταύτης (τῆς χελιδόνος) βρέφη, ὡς καὶ τὰ τῶν κυνῶν σκυλάκια Αἰλ. π. Ζ. 3. 25.