ἀνέρομαι

From LSJ
Revision as of 20:05, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τι" to "τι")

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468

German (Pape)

[Seite 226] s. ἀνείρομαι.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνερήσομαι, ao.2 ἀνηρόμην, pf. inus.
interroger : τινα qqn ; τι demander qch ; τινά τι demander qch à qqn ; μή μ’ ἀνέρῃ τίς εἰμι SOPH ne me demande pas qui je suis.
Étymologie: ἀνά, ἔρομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέρομαι: эп.-ион. ἀνείρομαι (рас)спрашивать (τινα Hom., Eur.; τι Hom. и περί τινος Plat.; τινά τι Hom., Eur., Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέρομαι: ἴδε ἀνείρομαι.

Greek Monotonic

ἀνέρομαι: Επικ. -είρομαι· αόρ. βʹ -ηρόμην, απαρ. -ερέσθαι, μέλ. -ερήσομαι·
1. με αιτ. προσ., ερωτώ κάποιον, εξετάζω, ανακρίνω, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
2. με αιτ. πράγμ., ρωτώ για κάτι, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.
3. με διπλή αιτ., ρωτώ κάποιον για κάτι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.

Middle Liddell


1. c. acc. pers. to enquire of, question, Od., Soph.
2. c. acc. rei, to ask about, Od., Plat.
3. c. dupl. acc. to ask a person about a thing, Il., Soph.