καταψηφίζω

From LSJ
Revision as of 08:55, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart

Menander, Monostichoi, 454

French (Bailly abrégé)

seul. pf. κατέψηφικα;
prononcer par un décret de condamnation ; Pass.
1 en parl. de la sentence être prononcé par décret contre, gén.;
2 en parl. de l'accusé être l'objet d'un décret de condamnation, être condamné;
Moy. καταψηφίζομαι (f. καταψηφιοῦμαι) décréter contre :
1 condamner par décret : τινος qqn ; θάνατόν τινος XÉN décréter contre qqn la peine de mort;
2 voter contre : τινα contre qqn.
Étymologie: κατά, ψηφίζω.

Greek Monolingual

(AM καταψηφίζομαι, Μ και καταψηφίζω)
δίνω αρνητική ψήφο σε κάποιον, ψηφίζω εναντίον κάποιου («η βουλή καταψήφισε το νομοσχέδιο»)
μσν.
παθ. καταψηφίζομαι
υπολογίζομαι, καταμετρούμαι
μσν.-αρχ.
καταλήγω σε απόφαση, αποφασίζω («ἡ κρίσιςδικαία τοῦ κτίσαντος καταψηφίζεται δεινὴν πανωλεθρίαν λαοῦ δυσμενοῦς», Μηναί.)
αρχ.
1. καταδικάζω με την ψήφο μου («αὐτῶν θάνατον καταψηφιεῖσθαι», Λυσ.)
2. επιδοκιμάζω με την ψήφο μου, ψηφίζω καταφατικά («οἱ γὰρ ἀποψηφισάμενοι μὲν κύριοι, καταψηφισάμενοι δὲ οὐ κύριοι», Αριστοτ.)
3. λαμβάνω μέτρα εναντίον κάποιου («καταψηφιζόμενος ὧν ἐκεῖνος οὐδὲν ἐφρόντιζεν», Πλούτ.).

German (Pape)

im act. nur κατεψήφικα, zuerkennen, δουλείας καὶ χρημάτων ἀφαιρέσεις Dion.Hal. 4.58, ἑαυτῶν 5.8, d.i. an sich verzweifeln.
Gew. med., gegen Einen stimmen, Einen durch seine Stimme verdammen; οἱ καταψηφισάμενοι δικασταί Plat. Legg. IX.878d; gew. τινός, Apol. 41d; Antiph. 1.12 und A.; auch θάνατόν τινος, Einen zum Tode verurteilen, Lys. 13.94 Xen. Apol. 32; aber auch κλοπὴν αὐτοῦ κατεψηφίσαντο, Plat. Gorg. 516a, wie τούτου δειλίαν, der Feigheit für schuldig erklären, Lys. 14.11; πολλὰς ἐνδείξεις ἤδη κατεψηφίσασθε ἰδιωτῶν Dem. 26.15. – Das perf. in act. Bdtg, Xen. Ἀθηναίων κατεψηφισμένων αὐτοῦ θάνατον Hell. 1.5.11; Sp., wie DC. 58.16. – Aber auch pass., κατεψηφισμένος ἦν μου ὑπὸ τῆς φύσεως θάνατος Xen. Apol. 27, wie ἡ κατεψηφισμένη δίκη Thuc. 2.53; und so immer der aor. κατεψηφίσθην, Plat. Rep. VIII.558a, Lys. 14.12; Tim. lex. Plat. 114 sagt auch φυγὴ δεκαετὴς καταψηφίζεται τοῦ κρινομένου.
Bei Arist. Pol. 4.14 im Gegensatz von ἀποψηφίζεσθαι, Etwas beschließen.