εἰσκωμάζω

From LSJ
Revision as of 12:14, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εἰς" to "εἰς")

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσκωμάζω Medium diacritics: εἰσκωμάζω Low diacritics: εισκωμάζω Capitals: ΕΙΣΚΩΜΑΖΩ
Transliteration A: eiskōmázō Transliteration B: eiskōmazō Transliteration C: eiskomazo Beta Code: ei)skwma/zw

English (LSJ)

(κῶμος) burst in like a party of revellers: generally, burst in upon, τινί Luc.Lex.9; εἰς τὴν πόλιν Aristid. Or.51(27).30: c. acc. loci, Lyc.1355: metaph., εἰσεκώμασεν ὁ ἄργυρος silver came romping in, Ath.6.231e.

Spanish (DGE)

c. suj de pers. irrumpir, entrar de improviso como un grupo de comastas, c. ac. κίρκοι ... Ἄγυλλαν Αὐσονῖτιν εἰσεκώμασαν Lyc.1355, c. εἰς y ac. εἰς τὴν πόλιν Aristid.Or.51.30, c. dat. εἰσεκώμασαν ἡμῖν se nos presentaron de improviso Luc.Lex.9
fig. c. suj. de cosa o abstr. εἰσεκώμασε δὲ καὶ ὁ ἄργυρος Ath.231e, ἡ τῶν ἀτόμων ... δόξα Phlp.in GC 157.21, μαργαρίτης ... τῇ γυναικωνίτιδι Clem.Al.Paed.2.12.118, ἥ τε πλεονεξία ... τῇ ἀνθρωπίνῃ ζωῇ Gr.Nyss.Mort.59.3, αἰχμαλωσία ... εἰς τὴν οἰκίαν Chrys.Iob 1.26, ἡ αἵρεσις Thdt.Ep.Sirm.147 (p.202.7).

German (Pape)

[Seite 744] im Festaufzuge (κῶμος), lustig, lärmend einziehen, mit Ungestüm eindringen; αὐτεπάγγελτοι Luc. Lexiph. 9; übertr., ἄργυρος Ath. VI, 231 e; Sp.

French (Bailly abrégé)

seul. ao. εἰσεκώμασα;
entrer ou se précipiter comme un homme ivre.
Étymologie: εἰς, κωμάζω.

Russian (Dvoretsky)

εἰσκωμάζω: врываться в разгульном виде (τινί Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰσκωμάζω: μέλλ. -άσω, εἰσέρχομαι ἢ εἰσορμῶ θορυβωδῶς ὡς θίασος κωμαζόντων (ἴδε κῶμοςκαθόλου, εἰσορμῶ ἐξαίφνης, εἰσεκώμασαν ἡμῖν αὐτεπάγγελτοι Λουκ. Λεξιφ. 9· εἰς τόπον Ἀριστείδ. 1. 353· μετ’ αἰτ. τόπου, Λυκόφρ. 1355· μεταφ., εἰσεκώμασεν ὁ ἄργυρος, εἰσῆλθον χρήματα ἐν ἀφθονίᾳ, Ἀθήν. 231Ε.

Greek Monolingual

εἰσκωμάζω (Α)
εισέρχομαι θορυβωδώς ως θίασος κωμαζόντων, εισορμώ ξαφνικά.