διωρυχή
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
ἡ, digging or cutting through, Χερρονήσου v.l. for διορυχή in D.7.40, cf. Polyaen.4.18.1, Aristid.Or.17(15).14. (διορυγή is f.l. in Plu.Fab.1 (cf. foreg.), Them.Or.2.36d.)
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): διορ- D.7.40, Ph.1.626, Philostr.Her.44.7, Lib.Decl.8.19, Or.63.21
I concr.
1 cortadura, canal ᾗ ἡ δ. ἔμελλε Χερρονήσου ἔσεσθαι D.l.c., ἰσθμῶν Philostr.l.c., δ. νυμφῶν canal de las ninfas dicho del río Meles de Esmirna, Aristid.Or.17.14.
2 táct. zapa, mina para asediar ciudades, Polyaen.4.18.1, τοίχων Lib.Decl.8.19.
II n. de acción
1 perforación, horadamiento φρεάτων Ph.l.c., cf. Them.Or.2.36d, τοίχων Sch.Gr.Naz.1.54.
2 hecho de minar, socavamiento νόμων, δικαστηρίων Lib.Or.63.2.1.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
c. διῶρυξ.
German (Pape)
ἡ, = διωρυγή, Dem. 7.40, die bessere Form, vgl. διῶρυξ, und Lobeck zu Phryn. p. 2301.
Russian (Dvoretsky)
διωρῠχή: ἡ Dem. = διῶρυξ.
Greek (Liddell-Scott)
διωρῠχή: ἡ, ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ διορυχή.
Greek Monolingual
διωρυχή και διορυχή, η (Α)
διάνοιξη διώρυγας.
Greek Monotonic
διωρῠχή: ἡ (διορύσσω), διασκαφή, σε Δημ.