βδελύττομαι

From LSJ
Revision as of 13:44, 4 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source

French (Bailly abrégé)

att.
f. βδελύξομαι, ao. ἐβδελύχθην, postér. ἐβδελυξάμην;
1 éprouver du dégoût;
2 éprouver de l'horreur pour, acc..
Étymologie: cf. βδέω.

German (Pape)

[Seite 440] att. βδελύττομαι, dep. pass., Ekel empfinden, verabscheuen, bes. von übelriechenden Dingen, βδελυχθείς Ar. Vesp. 792; τινά Lys. 794 u. öfter; καὶ πέφρικα Nubb. 1117 u. Sp., wie Pol. 33, 16; βδελυχθείη Plut. amat. 8 E. – Das act. βδελύσσω nur K. S.; βδελύξαι 1. Maccab. 1, 48; ἐβδέλυγμαι pass. N. T. Apocal. 21, 8.

Russian (Dvoretsky)

βδελύσσομαι: атт. βδελύττομαι
1 (aor. ἐβδελύχθην) испытывать отвращение, тж. чувствовать тошноту: βδελυχθεὶς ἐξέπτυσα Arph. от отвращения я (с)плюнул; ἐβδελυγμένος NT отвратительный, гнусный;
2 ненавидеть (τινα Arph.; τὴν ὑπεροψίαν τινός Plut.);
3 страшиться, бояться (ταύτην ἡμέραν Arph.: τό σημεῖον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

βδελύσσομαι: Ἀττ. -ττομαι· μέλλ. -ύξομαι Ἱππ. 606. 49., 607. 33· ἀόρ. ἐβδελύχθην Ἀριστοφ. Σφηξ. 792, Πλούτ. Ἀλεξ. 57, κτλ.· μεταγεν. ἐβδελυξάμην Ἑβδ., Ἰώσηπ.· ἀποθ. (βδέω). Αἰσθάνομαι ἀποστροφὴν πρὸς τὴν τροφήν, Ἱππ. ἐνθ’ ἀνωτ.· ἔχω ταραχὴν ἐν τῷ στομάχῳ, Ἀριστοφ. Σφηξ. 792. 2) μ. αἰτ. αἰσθάνομαι ἀποστροφὴν πρός τι, ἀποστρέφομαί τι, ὁ αὐτ. Ἀχ. 586. κτλ. ΙΙ. μεταγ. ἐν τῷ ἐνεργητ. μετὰ μεταβατ. σημασ. = κάμνω τινὰ νὰ γείνῃ βδελυκτός, κάμνω τινὰ ἀποστροφῆς ἄξιον, μέλλ. -ύξω, ἀόρ. ἐβδέλυξα, Ἑβδ. ‒ Μέσ. καὶ παθ., εἶμαι βδελυκτός, ἀποστροφῆς ἄξιος, μέλλ. -ύξομαι καὶ -υχθήσομαι, ἀόρ. ἐβδελυξάμην καὶ -ύχθην, πρκμ. ἐβδέλυγμαι, αὐτόθι· οἱ ἐβδελυγμένοι, οἱ μεμολυσμένοι (ἐν σχέσει πρὸς τὴν χρήσιν βδελύγματος, οἷον εἰδώλου), Ἀποκ. καʹ . 8· ‒ οὗτος ὁ πρκμ. ἐπὶ μεταβατ. σημασίας. Ἑβδ. (Παροιμ. κηʹ, 9).