ἀλιτρία
From LSJ
Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
English (LSJ)
ἡ, (from ἀλιτρέω) sinfulness, mischief, S.Fr.48, Ar.Ach.907; but ἀλίτρια· ἡ ἁμαρτωλός, Et.Gud.z.
Spanish (DGE)
(ἀλῐτρία) -ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 maldad, impiedad S.Fr.48.
2 malicia, truhanería πίθακον ἀλιτρίας πολλᾶς πλέων Ar.Ach.907.
German (Pape)
[Seite 99] ἡ, Bosheit, Frevel, Ar. Ach. 871; VLL. ἁμαρτία; – ἀλίτρια aber die Frevlerin, E. G.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
scélératesse.
Étymologie: ἀλιτρός.
Russian (Dvoretsky)
ἀλιτρία: ἡ досл. преступность, порочность, перен. проказливость (sc. τοῦ πιθήκου Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῐτρία: ἡ, ἁμαρτία, βλάβη, Σοφ. Ἀποσπ. 42, Ἀριστοφ. Ἀχ. 907· ἴδε ἐν λ. ἀλιτηρός.
Greek Monolingual
ἀλιτρία, η και ἀλίτρια (Α) ἀλιτρός
η κατάσταση του αμαρτωλού.