αἱρετέος

From LSJ
Revision as of 12:54, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱρετέος Medium diacritics: αἱρετέος Low diacritics: αιρετέος Capitals: ΑΙΡΕΤΕΟΣ
Transliteration A: hairetéos Transliteration B: haireteos Transliteration C: aireteos Beta Code: ai(rete/os

English (LSJ)

α, ον, A to be chosen, ὠφελήματα, opp. αἱρετὰ ἀγαθά, Chrysipp.Stoic.3.22, 61,al. II αἱρετέον, one must choose, Pl.Grg. 499e, Phld.Rh.1.287S., etc.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe ser elegido ὠφελήματα Chrysipp.Stoic.3.22.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu'on peut saisir par l'intelligence.
Étymologie: adj. verb. de αἱρέω.

German (Pape)

wünschenswert, Xen. Mem. 1.1.7.

Russian (Dvoretsky)

αἱρετέος: достойный быть избранным (μαθήματα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

αἱρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. ὃν πρέπει νὰ κυριεύσῃ, ἢ νὰ προτιμήσῃ τις, ὁ ἐπιθυμητός, Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 7, καὶ ἀλλ. ΙΙ. αἱρετέον, πρέπει τις νὰ ἐκλέξῃ, Πλάτ. Γοργ. 499Ε, καὶ ἀλλ.

Greek Monotonic

αἱρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του αἱρέω,
I. αυτός που πρέπει να κυριευθεί ή να προτιμηθεί, ο επιθυμητός, σε Ξεν.
II. αἱρετέον, αυτό που πρέπει κάποιος να εκλέξει, να επιλέξει, σε Πλάτ.

Middle Liddell

verb. adj. of αἱρέω,]
I. to be taken, desirable, Xen.
II. αἱρετέον, one must choose, Plat.