αὔτοπτος
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
ον, A self-revealed, Jul.Or.7.221b, Suid.; ἐπ' αὐτόπτῳ, gloss on ἐπ' αὐτοφώρῳ, Hsch. II = αὐτοπτικός ΙΙ, PMag.Lond. 121.319,727, PMag.Par.1.162.
Spanish (DGE)
-ον
1 que se da a conocer a sí mismo, Διόνυσος αὐ. ἐφαίνετο δαίμων Iul.Or.7.221b
•jur. en flagrante delito ἐπ' αὐτόπτῳ glos. a ἐπ' αὐτοφόρῳ Hsch.
2 que comporta una visión inspirada λόγος PMag.5.55, λεκάνη PMag.4.162, cf. 7.320, 727.
German (Pape)
[Seite 400] selbst gesehen, selbst ertappt, wie αὐτόφωρος, Suid.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se laisse voir en personne.
Étymologie: αὐτός, ὄψομαι.
Greek (Liddell-Scott)
αὔτοπτος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἀποκαλυπτόμενος, φανερὸς γινόμενος, Ἰουλιαν. 221A· - «ἐπ’ αὐτόπτῳ» Σουΐδ. ἐν ἐπ’ αὐτοφώρῳ. - Ἐπίρρ. τως Ἐκκλ.
Greek Monolingual
αὔτοπτος, -ον (AM)
αυτός που τον έχει δει κανείς μόνος του, με τα ίδια του τα μάτια
μσν.
φρ. «ἐξ αὐτόπτου» — με τα ίδια τα μάτια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)- + οπτός < οπ-, όπωπα, (παρακμ. του ορώ)].
Léxico de magia
-ον que proporciona una visión directa esp. de la divinidad, de una fórmula ὅταν οὖν συσταθῇς τῷ θεῷ, λέγε λόγον αὔτοπτον cuando estés en unión con el dios, recita la fórmula de visión directa P III 699 P IV 930 P V 53 P VII 319 P VII 727 de un plato σκέψῃ διὰ λεκάνης αὐτόπτου lo verás a través de un plato de visión directa P IV 162 de una licnomancia χρημάτισόν μοι, περὶ ὧν ἀξιῶ σε, διὰ τῆς αὐτόπτου λυχνομαντίας profetízame sobre aquello que te pido por medio de la licnomancia que proporciona una visión directa P IV 952 de un trípode αὔτοπτον θὲς τρίποδα καὶ τράπεζαν ἐλάϊνον en una práctica de visión directa coloca un trípode y una mesa de madera de olivo P III 291