διεξέλασις
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
εως, ἡ, = διέλασις, Id.Sull.18, Hld.9.18.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
carga, embestida de carros, Plu.Sull.18, de caballos, Hld.9.18.2.
German (Pape)
[Seite 619] ἡ, das Durchbrechen, Durchreiten; Plut. Sull. 18; Heliod. 9, 18.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
charge de cavalerie.
Étymologie: διεξελαύνω.
Russian (Dvoretsky)
διεξέλᾰσις: εως ἡ Plut. = διέλασις 2.
Greek (Liddell-Scott)
διεξέλᾰσις: -εως, ἡ, = διέλασις, Πλούτ. Σύλλ. 18, Ἡλιόδ. 9. 18.
Greek Monolingual
διεξέλασις, η (Α) διεξελαύνω
διέλασις.
Greek Monotonic
διεξέλᾰσις: -εως, ἡ, = διέλασις, σε Πλούτ.
Middle Liddell
διεξέλᾰσις, εως n [from διεξελαύνω = διέλασις, Plut.]