δουλοσύνη
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
English (LSJ)
ἡ, poet. and Ionic for δουλεία, slavery, Od. 22.423, Pi. P. 12.15, A. Th. 112, E. Ph. 192 (anap.), Hdt. 1.129, al.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. -α Pi.P.12.15, B.3.31, A.Th.110, CEG 832.6 (Delfos V a.C.)
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [plu. gen. -άων Nonn.D.34.264]
1 esclavitud τὰς ... διδάξαμεν ἐργάζεσθαι ... καὶ δουλοσύνην ἀνέχεσθαι mujeres a las que hemos enseñado a trabajar y a sufrir la esclavitud, Od.22.423, (ἡμῖν) ἀργαλέη δ' οὐκ ἔπι δ., οὐδ' ἡμᾶς περνᾶσι no sufro la triste esclavitud y nadie me vende Thgn.1214, equivalente a la mendicidad οὔτ' ἂν πτωχεύων δουλοσύνην τελέοις Thgn.926, δ. φιλοεργός INikaia 192.6 (I/II d.C.), con posibilidad de manumisión μ' ἔτι τυτθὴν οὖσαν δουλοσύνης ἐξάγαγεν IUrb.Rom.1330.6 (III d.C.), cf. 1194.8 (I/II d.C.).
2 esclavitud, servidumbre que conlleva la derrota, sign. en la mujer sujeción y relación forzada c. el varón, Pi.l.c., Hdt.9.76, ἴδετε παρθένων ἱκέσιον λόχον δουλοσύνας ὕπερ A.l.c., cf. E.Ph.192, Nonn.l.c., gener. κακὴν ἔσχετε δουλοσύνην bajo la tiranía, Sol.11.4, unida a la degradación moral ἐς δὲ κακὴν ταχέως ἤλυθε δουλοσύνην Sol.3.18, οὐκ ἔμελλε μίμνειν ... δ[ουλοσύ] ναν Creso ante los persas, B.l.c., πόλιν δουλοσύνῃ περιπεσοῦσαν πρὸς ἀνδρῶν βαρβάρων Hdt.6.106, cf. 1.129, 164, CEG l.c., ζυγὸν αὐχένι θέντες δουλοσύνης epigr. en D.18.289, ὁ μὲν ὑμῶν πατρίδα δουλοσύνας ῥύσαθ' Men.Fr.1000, κρατερὴ δ. Eleg.Alex.Adesp.SHell.958.12, trasladada al mundo animal θάνατον ... δουλοσύνας προβέβουλε ha preferido la muerte a la esclavitud el gallo de pelea, Io Trag.53.4.
German (Pape)
[Seite 662] ἡ, Knechtschaft; Homer einmal, Odyss. 22, 423, vgl s. v. Δούλη; – Pind. P 12, 15; Aesch. Spt. 112; Eur. Phoen. 200; öfter bei Her., z. B. 1, 129; nach Poll. 3, 75 ionisch.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
servitude.
Étymologie: δοῦλος.
Russian (Dvoretsky)
δουλοσύνη: дор. δουλοσύνα (ῠ) ἡ рабство, невольничество, неволя Hom., Pind., Aesch., Eur., Her.
Greek (Liddell-Scott)
δουλοσύνη: ἡ δουλεία, Ὀδ. Χ. 423, Πίνδ. ΙΙ.12. 27. Αἰσχύλ, Θήβ. 112, Εὐρ. Φοιν. 200· ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 1. 129, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ δουλεία εἶναι ὁ τύπος ὁ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. ἐν χρήσει.
English (Autenrieth)
(δοῦλος): slavery, Od. 22.423†.
Greek Monolingual
η (AM δουλοσύνη)
1. υποδούλωση, υποταγή
2. υπηρεσία
μσν.
ταπεινοφροσύνη.
Greek Monotonic
δουλοσύνη: ἡ, δουλεία, δουλική εργασία, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
δουλοσύνη, ἡ, [from δοῦλος n
slavery, slavish work, Od., Aesch., Eur.