λάλλαι
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
αἱ, pebbles, from their prattling in the stream, restored for ἄλλαι in Theoc.22.39, from Hsch., EM555.47.
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
petits cailloux.
Étymologie: λᾶας.
Greek (Liddell-Scott)
λάλλαι: -αἱ, αἱ παραθαλάσσιοι ἢ παραποτάμιοι ψῆφοι ἐκ τοῦ θορύβου ὃν ποιοῦσιν ὅταν κινῶνται ὑπὸ τῶν κυμάτων ἢ τοῦ ῥεύματος, ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ ἄλλαι ἐν Θεοκρ. 22. 39, ἐκ τοῦ Ἡσυχ., Ἐτυμ. Μέγ. 555. 47.
Greek Monolingual
λάλλαι, αἱ (Α)
βότσαλα σε ακρογιαλιά ή σε όχθη ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ, με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- λόγω του ήχου που κάνουν τα βότσαλα].
Greek Monotonic
λάλλαι: αἱ (λαλέω), χαλίκια, βότσαλα, από το θόρυβο που κάνουν στο νερό, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
λάλλαι, ῶν, αἱ, λαλέω
pebbles, from their prattling in the stream, Theocr.