λυσσητικός
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
ή, όν, driving mad, πρὸς τἀφροδίσια Ael.NA12.10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
transporté d'un désir furieux.
Étymologie: λυσσάω.
Greek (Liddell-Scott)
λυσσητικός: -ή, -όν, μανιώδης, ὁρμητικός, πρὸς τἀφροδίσια Αἰλ. π. Ζ. 12. 10.
Greek Monolingual
λυσσητικός, -ή, -όν (Α) λυσσητής
μανιώδης, ορμητικός.