μετεωροσοφιστής

Revision as of 13:57, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, astronomical sophist, Ar.Nu.360.

German (Pape)

[Seite 160] ὁ, ein Sophist, der sich mit Beobachtung der Himmels- u. Lufterscheinungen abgiebt, Ar. Nubb. 360.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
sophiste qui se perd dans les nues.
Étymologie: μετέωρος, σοφιστής.

Russian (Dvoretsky)

μετεωροσοφιστής: οῦ ὁ софист-звездочет Arph.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωροσοφιστής: ὁ, ἀστρολόγος σοφιστής, σοφιστὴς περὶ τὰ μετέωρα ἀσχολούμενος, Ἀριστοφ. Νεφ. 360.

Greek Monolingual

μετεωροσοφιστής, ὁ (Α)
σοφιστής που ασχολείται με τα μετέωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + σοφιστής.

Greek Monotonic

μετεωροσοφιστής: ὁ, σοφιστής που ασχολείται με την αστρολογία, τα μετεωρολογικά φαινόμενα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μετεωρο-σοφιστής, οῦ, ὁ,
an astrological sophist, Ar.