πολυσπαθής

From LSJ
Revision as of 14:29, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσπᾰθής Medium diacritics: πολυσπαθής Low diacritics: πολυσπαθής Capitals: ΠΟΛΥΣΠΑΘΗΣ
Transliteration A: polyspathḗs Transliteration B: polyspathēs Transliteration C: polyspathis Beta Code: poluspaqh/s

English (LSJ)

ές, (σπάθη) close-woven, πέπλοι AP6.39 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 673] ές, viel durchwebt, dicht gewebt, πέπλα, Archi. 11 (VI, 39).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'une trame très serrée.
Étymologie: πολύς, σπάθη.

Russian (Dvoretsky)

πολυσπᾰθής: плотно сотканный (πέπλα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυσπᾰθής: -ές, (σπάθη) ὁ πολὺ σπαθητός, ὁ πυκνῶς ὑφασμένος, πολυσπαθέων πέπλων Ἀνθ. Π. 6. 39.

Greek Monolingual

-ές, Α
ο πυκνά υφασμένος ή ο πολύ υφασμένος («ἁ δὲ πολυσπαθέων μελεδήμονα κερκίδα πέπλων εὔθροον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σπαθής (< σπάθη «υφαντουργικό εργαλείο»).

Greek Monotonic

πολυσπᾰθής: -ές (σπάθη), πυκνά υφασμένος, με πυκνή πλέξη, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολυ-σπᾰθής, ές σπάθη
thick-woven, Anth.