στενολέσχης

From LSJ
Revision as of 14:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενολέσχης Medium diacritics: στενολέσχης Low diacritics: στενολέσχης Capitals: ΣΤΕΝΟΛΕΣΧΗΣ
Transliteration A: stenoléschēs Transliteration B: stenoleschēs Transliteration C: stenoleschis Beta Code: stenole/sxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, one that talks subtly, quibbler, Suid.

German (Pape)

[Seite 935] ὁ, der wenig, bündig, sein Redende, Schwatzende, λεπτολόγος Suid.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui discute sur des riens SUID.
Étymologie: στενός, λέσχη.

Greek (Liddell-Scott)

στενολέσχης: -ου, ὁ, λαλῶν ἢ ὁμιλῶν μετὰ πανουργίας, σοφιστευόμενος, μικρολόγος, λεπτολόγος, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που μιλά για κάτι με τρόπο σοφιστικό, με σοφίσματα, με πονηριές
2. ολιγόλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -λέσχης (< λέσχη «φλυαρία»), πρβλ. πλατυλέσχης.

Greek Monotonic

στενολέσχης: -ου, ὁ, λιγομίλητος, λεπτολόγος, αυτός που μιλάει με σοφιστείες ή με σχολαστικισμό.

Middle Liddell

στενο-λέσχης, ου, ὁ,
a quibbler.