ἀκάρπιστος

From LSJ
Revision as of 15:13, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάρπιστος Medium diacritics: ἀκάρπιστος Low diacritics: ακάρπιστος Capitals: ΑΚΑΡΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akárpistos Transliteration B: akarpistos Transliteration C: akarpistos Beta Code: a)ka/rpistos

English (LSJ)

ον, where nothing is to be reaped, unfruitful, of the sea, E.Ph.210 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον estéril πεδία del mar, E.Ph.210.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
stérile.
Étymologie: , καρπίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκάρπιστος: бесплодный (πεδία Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάρπιστος: -ον, = ἀκάρπωτος, = ἔνθα οὐδὲν ὑπάρχει πρὸς θερισμόν, ἄκαρπος περὶ τῆς θαλάσσης, ὡς τὸ ἀτρύγητος, Εὐρ. Φοίν. 210· ἴδε περίρρυτος 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκάρπιστος, -ον) καρπίζω
ο άκαρπος, ο άγονος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καρπίσει ακόμη, που δεν έχει αρχίσει να καρποφορεί
2. ο ανώφελος, εκείνος που δεν προσφέρει τίποτε.

Greek Monotonic

ἀκάρπιστος: -ον (καρπίζω), ο τόπος όπου δεν υπάρχει τίποτα για κοπή, για θερισμό, για δρέψιμο, τόπος άκαρπος· λέγεται για τη θάλασσα, όπως το ἀτρύγητος, σε Ευρ.

Middle Liddell

καρπίζω
where nothing is to be reaped, unfruitful, of the sea, like ἀτρύγετος, Eur.