ἀκόλυμβος

From LSJ
Revision as of 15:18, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόλυμβος Medium diacritics: ἀκόλυμβος Low diacritics: ακόλυμβος Capitals: ΑΚΟΛΥΜΒΟΣ
Transliteration A: akólymbos Transliteration B: akolymbos Transliteration C: akolymvos Beta Code: a)ko/lumbos

English (LSJ)

ον, unable to swim, Batr.158, Str.6.2.9, Plu.2.599b.

Spanish (DGE)

-ον que no sabe nadar, Batr.158, Str.6.2.9, Plu.2.599b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne sait pas plonger.
Étymologie: , κόλυμβος.

German (Pape)

der nicht schwimmen kann, Batr. 157; in sp. Prosa, wie Plut. exil. 1.

Russian (Dvoretsky)

ἀκόλυμβος: не умеющий нырять или плавать Batr., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόλυμβος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κολυμβᾷ, Βατραχομ. 157, Στράβ., Πλούτ.

Greek Monolingual

ἀκόλυμβος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι ικανός στην κολύμβηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κολυμβῶ].

Greek Monotonic

ἀκόλυμβος: -ον, ο ανίκανος να κολυμπήσει, σε Βατραχομ., Πλούτ.

Middle Liddell

unable to swim, Batr., Plut.