ἀνθοκομέω
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
produce flowers, of the earth, βοτάνας ἀ. AP7.321.
Spanish (DGE)
producir flores de la tierra AP 7.321, τὸ ἔαρ Cyr.Al.M.73.620A.
German (Pape)
[Seite 232] Blumen pflegen, γῆ ἀνθοκομεῖ βοτάνας Ep. ad. 650 (VII, 321).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se couvrir de fleurs.
Étymologie: ἀνθοκόμος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθοκομέω: рождать цветы (γαῖα ἀνθοκομεῖ βοτάνας Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοκομέω: περιποιοῦμαι, καλλιεργῶ ἢ παράγω ἄνθη, γαῖα φίλη.. εἰαρινὰς ἀνθοκόμει βοτάνας Ἀνθ. Π. 7. 321.
Greek Monotonic
ἀνθοκομέω: μέλ. -ήσω, παράγω λουλούδια, σε Ανθ.