ἀντιπολεμέω

From LSJ
Revision as of 15:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπολεμέω Medium diacritics: ἀντιπολεμέω Low diacritics: αντιπολεμέω Capitals: ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΕΩ
Transliteration A: antipoleméō Transliteration B: antipolemeō Transliteration C: antipolemeo Beta Code: a)ntipoleme/w

English (LSJ)

wage war against, Th.3.39: c. dat., Pl.Criti.112e, X.Cyr.7.2.24: c. acc., LXX Is.41.12:—Pass., to be warred against, D.C.38.40.

Spanish (DGE)

ir a la guerra contra abs. εἰ καθ' αὑτοὺς δύναμιν κτώμενοι ἀντεπολέμησαν Th.3.39, cf. 1.23
c. dat. τὰ δὲ δὴ τῶν ἀντιπολεμησάντων αὐτοῖς Pl.Criti.112e, ὅτι σοὶ ἀντιπολεμεῖν ἱκανὸς ᾤμην εἶναι X.Cyr.7.2.24, αὐτῷ Plu.Fluu.1.6
c. ac. οὐκ ἔσονται οἱ ἀντιπολεμοῦντες σε LXX Is.41.12, en v. pas. ἀντιπολεμεῖσθαι ἤρξαντο (los cartagineses) empezaron a ser atacados a su vez D.C.38.40.6.

German (Pape)

[Seite 259] dagegen kämpfen, kriegen, Thuc. 1, 23; Plat. Critia 112 e, τινί, es mit Einem im Kriege aufnehmen, Xen. Cyr. 7, 2, 24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire la guerre contre.
Étymologie: ἀντιπόλεμος.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπολεμέω: вести (ответную) войну, воевать против (Thuc.; τινι Xen., Plat., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπολεμέω: πολεμῶ ἐναντίον τινός, καί τοι δεινότερόν ἐστιν ἢ εἰ καθ’ αὑτοὺς δύναμιν κτώμενοι ἀντεπολέμησαν Θουκ. 3. 39· μετὰ δοτ., Πλάτ. Κριτί. 112Ε, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 24· μετ’ αἰτ., Ἑβδ. (Ἡσ. μα΄, 12): ― Παθ., πολεμοῦμαι ὑπὸ τοῦ πολεμηθέντος ὑπ’ ἐμοῦ, ἐπειδὴ δὲ ἀντιπολεμεῖσθαι ἤρξαντο Δίων Κ. 38. 40.

Greek Monotonic

ἀντιπολεμέω: μέλ. -ήσω, υποκινώ πόλεμο εναντίον άλλων, σε Θουκ. κ.λπ.· με δοτ., σε Ξεν.

Middle Liddell


to urge war against others, Thuc., etc.; c. dat., Xen.