ἀρτίγονος
From LSJ
English (LSJ)
ον, = ἀρτιγενής, μῆλα AP6.252 (Antiphil.); κάλυκες Nic.Fr.74.34, cf. Nonn.D.7.143, Opp.C.3.9.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 recién nacido μῆλα AP 6.252 (Antiphil.), de los alevines del bonito, Opp.H.4.522, τέκνα Nonn.D.3.395
•de plantas recién brotado κάλυκες Nic.Fr.74.34, κόρυμβοι Nonn.D.7.143.
2 ἀρτίγονος· εὔτονος, εὐάρμοστος Hsch. (pero cf. ἀρτίτονον).
German (Pape)
[Seite 361] eben entstanden, gewachsen, μῆλα Antiphil. 8 (VI, 252); Nic. fr. 2, 34.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouveau-né.
Étymologie: ἄρτι, γίγνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτίγονος: недавно выросший (μῆλον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίγονος: -ον, = ἀρτιγενής, Ἀνθ. Π. 6. 252, Ὀππ. Κ. 3. 9.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀρτίγονος: -ον, αυτός που μόλις γεννήθηκε, σε Ανθ.