ἐνενηκοστός
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
English (LSJ)
ή, όν, ninetieth, interpol. in X.HG1.2.1, cf. Aët.1.112:
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 numeral ordinal nonagésimo Ὀλυμπιὰς τρίτη καὶ ἐνενηκοστή X.HG 1.2.1, cf. D.S.12.77, 14.54, Plu.2.835d, Paus.5.8.10, I.AI 1.148, IG 10(2).1.168.12 (III d.C.), D.C.67.14.5, βίβλος I.AI 1.94, cf. Ath.508f, coordinado con otro numeral, para expresar los números de la misma decena ἔτει τρίτῳ καὶ ἐνενηκοστῷ en el año nonagésimo tercero Th.3.68.
2 numeral fraccionario noventavo (ἐνενηκοστὸν) μέρος POxy.2039.5 (VI d.C.)
•subst. τὸ ἐ. noventava parte, ODouch 489 (IV/V d.C.)
•subst. ἡ ἐ. tasa de la noventava parte, del 1,11 por ciento, PEleph.14.22 (III d.C.) en BL 8.119.
German (Pape)
[Seite 838] ή, όν, der neunzigste, Suid.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
]quatre-vingt-dixième.
Étymologie: ἐνενήκοντα.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἐνενηκοστός, -ή, -όν)
αυτός που στη σειρά έχει τον αριθμό ενενήντα.
Russian (Dvoretsky)
ἐνενηκοστός: девяностый Xen.