ἡμίβρωτος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ον, half-eaten, X.An.1.9.26, Axionic.8.2, Nic.Th.919, etc.
German (Pape)
[Seite 1167] dasselbe; Xen. An. 1, 9, 26; Axion. Ath. III, 95 a; Nic. Th. 919 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
]à moitié mangé.
Étymologie: ἡμι-, βιβρώσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίβρωτος: наполовину съеденный (χήν Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίβρωτος: κατὰ τὸ ἥμισυ βεβρωμένος, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 26, Ἀξιόνικ. Χαλκ. 2.
Greek Monolingual
ἡμίβρωτος, -ον (Α)
φαγωμένος κατά το ήμισυ, μισοφαγωμένος («χῆνας ἡμιβρώτους ἔπεμπε», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -βρωτός (< βιβρώ-κω), πρβλ. ορνεόβρωτος, φθειρόβρωτος].
Greek Monotonic
ἡμίβρωτος: μισοφαγωμένος, σε Ξεν.
Middle Liddell
half-eaten, Xen.