ἐπιπόδιος

From LSJ
Revision as of 17:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπόδιος Medium diacritics: ἐπιπόδιος Low diacritics: επιπόδιος Capitals: ΕΠΙΠΟΔΙΟΣ
Transliteration A: epipódios Transliteration B: epipodios Transliteration C: epipodios Beta Code: e)pipo/dios

English (LSJ)

α, ον, upon the feet, S.OT1350 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 971] an den Füßen, z. B. πέδαι, Fußfesseln, Soph. O. R. 1350.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
attaché aux pieds.
Étymologie: ἐπί, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπόδιος: находящийся на ногах, ножной (πέδαι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπόδιος: -α, -ον, (ποὺς) ὁ ἐπὶ τῶν ποδῶν· σχηματισθὲν ὡς τὸ ἐμπόδιος, περιπόδιος, ὄλοιθ’ ὅστις ἦν ὃς ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας ἔλυσ’ Σοφ. Ο. Τ. 1350.

Greek Monolingual

ἐπιπόδιος, -ον (Α) πους
αυτός που βρίσκεται πάνω στα πόδια ή ανήκει στα πόδια («ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας (δεσμά)», Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐπιπόδιος: -α, -ον (πούς), αυτός που βρίσκεται στα πόδια, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἐπι-πόδιος, η, ον πούς
upon the feet, Soph.