ἐμβάφιον

From LSJ
Revision as of 17:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβᾰφιον Medium diacritics: ἐμβάφιον Low diacritics: εμβάφιον Capitals: ΕΜΒΑΦΙΟΝ
Transliteration A: embáphion Transliteration B: embaphion Transliteration C: emvafion Beta Code: e)mba/fion

English (LSJ)

τό, flat vessel for sauces, saucer, Hippon.112; τὰ δὲ λύχνα ἐστὶ ἐμβάφια ἔμπλεα . . ἐλαίου Hdt. 2.62: as a measure,= ὀξύβαφον, Hp.Loc.Hom.13.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 cierta vasija prob. salsera Hippon.200, Epich.63, cf. SB 9158.6, 15284.9 (ambos V d.C.), PAmst.87.6 (V/VI d.C.), CPR 8.66.9 (VI d.C.), de forma triangular PWash.Univ.59.5 (V d.C.), glos. a παροψίς Hsch.
utilizada como lucerna τὰ δὲ λύχνα ἐστὶ ἐμβάφια ἔμπλεα ἁλὸς καὶ ἐλαίου Hdt.2.62.
2 metrol. medida de capacidad equiv. a ὀξύβαφον (la cuarta parte de una κοτύλη), μὴ πλέον ἢ ἐμβάφιον ἀπάγειν μέλλει κατὰ τὰς ῥῖνας Hp.Loc.Hom.13, ἐ. ἀττικόν Hp.Mul.2.206, c. gen. σμύρνης ἐ. Hp.Mul.2.209.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase servant de lampe.
Étymologie: ἐμβάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμβάφιον: (ᾰ) τό плошка Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβάφιον: τό, πινάκιον δι’ ἐμβάμματα, ζωμοὺς (σάλτσας), Λατ. acetabulum, «ἐμβάφιον · ὀξύβαφον παρὰ Ἱππώνακτι (Ἀπόσπ. 112)» Ἡσύχ., πρβλ. ὀξυβάφιον· τὰ δὲ λύχνα ἐστὶ ἐμβάφια ἔμπλεα... ἐλαίου Ἡρόδ. 2. 62.

Greek Monolingual

ἐμβάφιον, το (Α)
1. πλατύ αγγείο για τοποθέτηση εμβαμμάτων
2. (ως μέτρο) το τέταρτο της κοτύλης.

Greek Monotonic

ἐμβάφιον: τό (ἐμβάπτω), ρηχό αγγείο, σκεύος για σάλτσες ή ζωμούς, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐμβάφιον, ου, τό, ἐμβάπτω
a flat vessel for sauces, Hdt.