ἱστοριογράφος
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
English (LSJ)
ὁ, writer of history, historian, Inscr.Prien. 37.107 (ii BC), Plb. 2.62.2, Phld. Rh. 1.359 S., DS. 1.9, Ath.Mech. 7.2, etc.; chronicler, as distinguished from συγγραφεύς (writer of contemporary history), Sch. DT. p. 168H.; Ἔφορος ὁ ἱ., opp. Ἡρόδοτος ὁ συγγρ., Placit. 4.1.6; — Doric ἱστοριαγράφος, οἱ ἱ. οἱ συγγεγραφότες τὰς Μαγνήτων πράξεις SIG 560.13, cf. 702.3 (Delph., ii BC), 685.93 (Crete).
German (Pape)
[Seite 1271] ὁ, der Geschichtschreiber; Pol. 2, 62, 2; D. Sic. 1, 9; D. Hal. öfter; unterschieden von συγγραφεύς, B. A. 734; vgl. Plut. plac. phil. 4, 1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
historien.
Étymologie: ἱστορία, γράφω.
Russian (Dvoretsky)
ἱστοριογράφος: (ᾰ) ὁ историограф, историк Polyb., Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστοριογράφος: ὁ, συγγραφεὺς ἱστορίας, ἱστορικός, Πολύβ. 2. 62, 2, Διόδ. 1. 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 2905. 2 (Α) 13· ἀλλὰ διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ἁπλῶς διηγήσεις γράφοντος συγγραφέως, ὡς ἐρευνῶν τὰ ἱστορικὰ γεγονότα, Πλούτ. 2. 898Λ.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἱστοριογράφος)
αυτός που γράφει ιστορικά βιβλία, ο ιστορικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστορία + -γράφος (< γράφω), πρβλ. διηγηματογράφος, πεζογράφος.