ὠχρότης
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
English (LSJ)
ητος, ἡ, pallor, Pl.R.474e; χρόας Luc.Icar.5; opp. μελανία, Arist.Cat.9b22: pl., Plu.2.84e; opp. ἐρυθήματα, Arist.MA 701b31.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
pâleur.
Étymologie: ὠχρός.
German (Pape)
ητος, ἡ, Blässe, Bleichheit; Plat. Rep. V.474e; Plut.
Russian (Dvoretsky)
ὠχρότης: ητος ἡ изжелта-бледный цвет, восковая бледность Plat., Arst., Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὠχρότης: -ητος, ἡ, ἡ ἰδιότης τοῦ ὠχροῦ, «κιτρινάδα», Πλάτ. Πολ. 474Ε· χρόας Λουκ. Ἱκαρομέν. 5· ἀντίθετ. τῷ μελανία, Ἀριστ. Κατηγ. 8, 14· ἐν τῷ πληθ., ἀντίθετ. τῷ ἐρυθήματα, ὁ αὐτ. π. Ζ. Κινήσεως 7, 12.
Greek Monotonic
ὠχρότης: -ητος, ἡ, ωχρότητα, σε Πλάτ.