ἔγχρεμμα

From LSJ
Revision as of 17:36, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγχρεμμα Medium diacritics: ἔγχρεμμα Low diacritics: έγχρεμμα Capitals: ΕΓΧΡΕΜΜΑ
Transliteration A: énchremma Transliteration B: enchremma Transliteration C: egchremma Beta Code: e)/gxremma

English (LSJ)

ατος, τό, spitting, in plural, Plu.2.82b (dub. l.).

Spanish (DGE)

τό
sent. dud., quizá escupitajo, expectoración τὰ δ' ἐντὸς αἴσχη τῆς ψυχῆς καὶ τὰ περὶ τὸν βίον ἐγχρέμματα Plu.2.82b.

German (Pape)

[Seite 714] τό, das Ausgespuckte, Plut. profect. virt. sent. p. 259, καὶ φθόνοι καὶ κακοήθειαι.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
crachat jeté par mépris sur qqn.
Étymologie: ἐγχρέμπτομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἔγχρεμμα: ατος τό плевок (ἐγχρέμματα καὶ φθόνοι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔγχρεμμα: τό, τὸ ἐγχρεμπτόμενον «ῥόχαλον», Πλούτ. 2. 82Β.

Greek Monolingual

ἔγχρεμμα, το (Α)
αποβολή σάλιου και φλέματος.