ξυστοφόρος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ον, lance-bearing, of horsemen, X.Cyr.7.5.41, 8.3.16, Plb.5.53.2, D.S.19.27, Ascl.Tact.2.12, Arr.Tact.4.4, Plu. Flam.17.
German (Pape)
[Seite 283] Stangen-, Lanzenträger, Xen. Cyr. 7, 5, 41. 8, 3, 16 u. Sp., wie Pol., ἱππεῖς 5, 53, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
porteur d'une javeline, garde.
Étymologie: ξυστόν, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ξυστοφόρος: копьеносный, вооруженный копьем (ἱππεῖς Xen., Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ξυστοφόρος: -ον, ὁ φέρων δόρυ, ἐπὶ ἱππέων, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 41., 8. 3, 16, Πολύβ. 5. 53, 2.
Greek Monolingual
ξυστοφόρος, -ον (Α)
(για ιππέα) οπλισμένος με δόρυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστόν «δόρυ» + -φόρος].
Greek Monotonic
ξυστοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κρατάει δόρυ, ακόντιο, σε Ξεν.