ποτηνός
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
English (LSJ)
ή, όν, v. ποτανός.
German (Pape)
[Seite 689] dor. ποτανός, fliegend, geflügelt, αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς, unter den Vögeln, Pin, d. N. 3, 80; ποτανᾷ μαχανᾷ, 7, 22, u. öfter; διώκει ποτανὸν ὄρνιν, Aesch. Ag. 383.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui vole, ailé.
Étymologie: πέτομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτηνός -ή -όν, Dor. ποτᾱνός [~ ποτάομαι] gevleugeld, vliegend:; ποτανοῖσι πεδίλοις met gevleugelde sandalen Eur. El. 460; spreekw.. διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν hij probeert als een kind een vliegende vogel te vangen Aeschl. Ag. 394.
Russian (Dvoretsky)
ποτηνός:
I дор. ποτᾱνός 3 крылатый, пернатый (ὄρνις Aesch.; οἰωνοί Eur.).
II дор. ποτᾱνός ὁ птица Pind.
Greek (Liddell-Scott)
ποτηνός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. ποτανός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
βλ. ποτανός.