παλίνζωος
From LSJ
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
German (Pape)
[Seite 450] wieder auflebend, Nonn. par. 2, 145.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui revit, qui renaît.
Étymologie: πάλιν, ζωή.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίνζωος: -ον, ὁ πάλιν ζωός, ὁ πάλιν ζῶν, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 105.
Greek Monolingual
παλίνζωος και παλίζωος, -ον (Α)
αυτός που ζει εκ νέου, αυτός που αναβιώνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + -ζωος (< ζωή)].