ἁλωεινός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, (< ἅλως) of or used in a threshing-floor, ἵπποι AP 9.301 (Secund.).
German (Pape)
[Seite 113] zur Tenne, ἅλως, gehörig, ἵπποι, die das Getreide austreten, Secund. 2 (IX, 301).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de grange, propre aux travaux de la grange.
Étymologie: ἅλως.
Russian (Dvoretsky)
ἁλωεινός: (ᾰ) используемый для молотьбы (ἵπποι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλωεινός: -ή, -όν, (ἅλως) ἀνήκων ἢ χρησιμεύων εἰς ἁλώνιον, ἵπποι, Ἀνθ. Π. 9. 301.
Greek Monotonic
ἁλωεινός: -ή, -όν (ἅλως), αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει το αλώνι, σε Ανθ.