διαδικέω

From LSJ
Revision as of 10:40, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδῐκέω Medium diacritics: διαδικέω Low diacritics: διαδικέω Capitals: ΔΙΑΔΙΚΕΩ
Transliteration A: diadikéō Transliteration B: diadikeō Transliteration C: diadikeo Beta Code: diadike/w

English (LSJ)

(A), A contend at law, πρός τινα PRein.19.16 (ii B. C.); οἱ διαδικοῦντες the contending parties, Plu.2.196c, POxy.1101.8 (iv A.D.). 2 decide a suit, οἱ διαδικοῦντες the jurors, D.C.40.55 (s. v.l.).
δι-ᾰδῐκέω (B), A do wrong, injure, D.C.58.16.

Spanish (DGE)

pleitear, entablar un pleito πρὸς αὐτὸν περὶ τῶν συναλλαγμάτων PLugd.Bat.22.11.25 (II a.C.), οἱ διαδικοῦντες los litigantes Plu.2.196b, D.C.40.55.2, POxy.1101.8 (IV d.C.)
pero οἱ διαδικοῦντες = los adversarios, los contrarios, POxy.1101.8 (IV d.C.), tb. τὸ διαδικοῦν μέρος la parte contraria, el adversario, PKell.G.19b.5 (III d.C.), PCair.Isidor.74.22, SB 8246.44 (ambos IV d.C.).

German (Pape)

[Seite 576] einen Proceß entscheiden, Dio Cass. 40, 55; processiren, Plut. verstärktes ἀδικέω, Dio Cass. 58, 16.

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
seul. prés.
être en procès.
Étymologie: διά, δίκη.

Greek (Liddell-Scott)

διαδῐκέω: (δίκη) διαγωνίζομαι ἐν τῷ δικαστηρίῳ, διαδικάζομαι· - οἱ διαδικοῦντες, τὰ διαμαχόμενα μέρη, Πλούτ. 2. 196Β· ἀλλ’ ἐν Δίωνι Κ. 40. 55, = οἱ δικασταί. ΙΙ. ἐκδικάζω, ἐκδίδω ἀπόφασιν, Δίων Κ. 40, 55.

Russian (Dvoretsky)

διαδῐκέω: вести тяжбу, судиться Plut.