νοθαγενής

From LSJ
Revision as of 11:09, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοθᾱγενής Medium diacritics: νοθαγενής Low diacritics: νοθαγενής Capitals: ΝΟΘΑΓΕΝΗΣ
Transliteration A: nothagenḗs Transliteration B: nothagenēs Transliteration C: nothagenis Beta Code: noqagenh/s

English (LSJ)

ές, Dor. and poet. for νοθηγενής, base-born, low-born E.Ion592, Andr.912,942.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dor. c. *νοθηγενής;
de naissance illégitime.
Étymologie: νόθος, γένος.

Russian (Dvoretsky)

νοθᾱγενής: дор. внебрачный, незаконнорожденный (παῖδες Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

νοθᾱγενής: -ές, Δωρ. καὶ ποιητ. ἀντὶ τοῦ νοθηγενής, ὁ νόθος ἢ ἐκ νόθων γεννηθείς, ἐκ ταπεινῶν καταγόμενος, ἀντίθετ. τῷ ἰθαγενής, Εὐρ. Ἴων. 592, Ἀνδρ. 912· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 661.

Greek Monolingual

νοθαγενής, -ές (Α)
βλ. νοθογενής.

Greek Monotonic

νοθᾱγενής: -ές (γίγνομαι), Δωρ. και ποιητ. αντί νοθηγενής, γεννημένος νόθος ή από νόθους γονείς, σε Ευρ.

Middle Liddell

νοθᾱ-γενής, ές [doric and poet. for νοθηγενής] γίγνομαι
base-born, Eur.

English (Woodhouse)

bastard, illegitimate

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)