ἐξεπίτηδες

From LSJ
Revision as of 11:31, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεπίτηδες Medium diacritics: ἐξεπίτηδες Low diacritics: εξεπίτηδες Capitals: ΕΞΕΠΙΤΗΔΕΣ
Transliteration A: exepítēdes Transliteration B: exepitēdes Transliteration C: eksepitides Beta Code: e)cepi/thdes

English (LSJ)

Adv. A = ἐπίτηδες, on purpose, Hp.Art.47, Ar.Pl.916, Pl.Grg.461c, al., Men.Epit.328. 2 with malice prepense, D.21.56, 187, Phld.Lib.p.62 O.

German (Pape)

[Seite 877] ganz absichtlich, mit allem Fleiße; οὔκουν δικαστὰς ἐξ. ἡ πόλις ἄρχειν καθίστησιν; Ar. Plut. 916; Xenarch. com. Ath. VI, 225 (v. 10); κτώμεθα ἑταίρους, ἵνα Plat. Gorg. 461 c, öfter; προσκρούεσθαι ἀλλήλοις Din. 1, 99; Sp.; εὑρεῖν Luc. Alex. 10.

French (Bailly abrégé)

adv.
à dessein.
Étymologie: ἐξ, ἐπίτηδες.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεπίτηδες: adv.
1 (пред)намеренно, умышленно (ποιεῖν τι Arph., Plat.);
2 упорным трудом (εὑρεθείς Luc.);
3 усердно, деятельно, ревностно (καταπλεῦσαι Arst.);
4 со злым умыслом (ὑβρίζειν Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεπίτηδες: Ἐπίρρ. = ἐπίτηδες, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813, Ἀριστοφ. Πλ. 916, Πλάτ. Γοργ. 461C, κ. ἀλλ. 2) ἐξεπίτηδες, μὲ προμεμελετημένον κακὸν σκοπόν, Δημ. 532. 25., 575. 10.

Greek Monolingual

και ξεπίτηδεςἐξεπίτηδες) επίτηδες
επίρρ.
1. σκόπιμα, εκ προθέσεως
2. με προμελετημένο και συνήθως κακό σκοπό.

Greek Monotonic

ἐξεπίτηδες: επίρρ., εξεπίτηδες, σε Αριστοφ., Πλάτ.· με προμελετημένη, εκ προθέσεως κακή διάθεση, σε Δημ.

Middle Liddell

adverb
of set purpose, Ar., Plat.: with malice prepense, Dem.

English (Woodhouse)

on purpose

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)