ἐπιλλώπτω
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
wink or leer, ἐξ ὀφρύος Plu.2.51c.
German (Pape)
[Seite 958] dasselbe, οἱ κόλακες οὐκ ἀληθινὴν οὐδ' ὠφέλιμον ἀλλ' οἷον ἐπιλλώπτουσαν ἐξ ὀφρύος. παῤῥησίαν προσφέρουσιν Plut. discr. ad. et amic. 7.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés.
regarder de travers.
Étymologie: ἐπί, ἰλλός, ὄψομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλλώπτω: глядеть искоса (ἐξ ὀφρύος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλλώπτω: κυττάζω τινὰ σκωπτικῶς διὰ τῶν ἄκρων τῶν ὀφθαλμῶν, «στραβοκυττάζω», Πλούτ. 2. 51C, ἔνθα ἴδε Wyttenb.
Greek Monolingual
ἐπιλλώπτω (Α) έπιλλος
κοιτάζω κάποιον κοροϊδευτικά με την άκρη του ματιού, στραβοκοιτάζω.