παλιώνω
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
Greek Monolingual
και παλαιώνω (ΑΜ παλαιῶ, -όω) παλιός / παλαιός
καθιστώ κάτι παλιό
νεοελλ.
1. γίνομαι παλιός
2. φθείρομαι από την πολλή χρήση ή από τον χρόνο («πάλιωσαν τα παπούτσια μου»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπαλαιωμένος, -η, -ο
αυτός που ίσχυσε στο παρελθόν
μσν.-αρχ.
παθ. παλαιοῦμαι, -όομαι
φθείρομαι, γίνομαι άχρηστος
αρχ.
1. καταργώ νόμο
2. παθ. α) γερνώ
β) (για οίνο) είμαι ξεθυμασμένος
4. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ή αορ. ως ουσ.) το πεπαλαιωμένον ή παλαιωθέν
το παλιό.