ἄφερτος

From LSJ
Revision as of 18:50, 4 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφερτος Medium diacritics: ἄφερτος Low diacritics: άφερτος Capitals: ΑΦΕΡΤΟΣ
Transliteration A: áphertos Transliteration B: aphertos Transliteration C: afertos Beta Code: a)/fertos

English (LSJ)

ον, insufferable, intolerable, A.Ag.386 (lyr.), al.; κακόν Id.Eu. 146 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
insoportable χειμών A.A.564, cf. 395, νόσος A.Eu.146, A.1103, μόρος A.Ch.442, A.1600, ἄφερτα κήδη A.Ch.469, Πειθώ, ... παῖς ἄ. Ἄτας A.A.386.

German (Pape)

[Seite 409] (φέρω), unerträglich, oft bei Aesch. κακόν, νόσος u. ä., Ag. 392 Eum. 141.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
intolérable.
Étymologie: , φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἄφερτος: невыносимый, нестерпимый (πρόστριμμα, κακόν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄφερτος: -ον, ἀφόρητος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 386, 395, 564, 1103, 160, Εὐμ. 146.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄφερτος, -ον)
αφόρητος, ανυπόφορος
νεοελλ.
1. εκείνος τον οποίο δεν έχουν φέρει ακόμη
2. αυτός που δεν έχει έλθει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φερτός < φέρω.

Greek Monotonic

ἄφερτος: -ον (φέρω), αφόρητος, ανυπόφορος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φέρω
insufferable, intolerable, Aesch.

English (Woodhouse)

hard to bear

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

intolerable

Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: intolérable; Galician: intolerable; German: unerträglich; Greek: ανυπόφορος, αφόρητος; Ancient Greek: ἀβάστακτος, ἄβιος, ἀβίωτος, ἀκαταφόρητος, ἀνυπομόνητος, ἀνυπότλητος, ἀνυπόφορος, ἀπρόϊτος, ἀστεργής, ἄτλατος, ἄτλητος, ἄφερτος, ἀφόρητος, βαρύτλητος, δυσανάσχετος, δυσβάστακτος, δυσέκδεκτος, δυσκόμιστος, δύσλοφος, δύσοιστος, δυσυπομένητος, δυσφερής, δύσφορος, οὐ τλητός, οὐ φορητός, οὐκ ἀνασχετός, οὐκ ἀνεκτός, οὐχ ὑποστατός, πάνδεινος; Icelandic: óþolandi; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: intolerável; Russian: невыносимый, нестерпимый, несносный; Spanish: intolerable; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت‎